Η μαστογραφία σώζει ζωές με την έγκαιρη ανίχνευση του καρκίνου, σύμφωνα με τους ειδικευμένους γιατρούς και τις εθνικές υγειονομικές αρχές. Εντούτοις, μια ανάρτηση στο Facebook που έχει διαδοθεί σε πολλές χώρες υποστηρίζει ότι η μαστογραφία αποτελεί «οργανωμένο έγκλημα κατά των γυναικών». Η ανάρτηση παραθέτει τους υποτιθέμενους λόγους για τους οποίους η διαγνωστική εξέταση προκαλεί περισσότερο κακό παρά καλό. Ωστόσο, ακτινολόγοι, μαστολόγοι και υγειονομικές αρχές δήλωσαν στο AFP ότι όλα τα σημεία της λίστας αυτής είτε παρερμηνεύουν τα διαθέσιμα δεδομένα είτε είναι εντελώς λανθασμένα. Η μαστογραφία έχει μειώσει τη θνησιμότητα από καρκίνο του μαστού, όπως δείχνουν στατιστικά στοιχεία, και είναι ευρέως αποδεκτή ως μέθοδος έγκαιρης ανίχνευσης του καρκίνου του μαστού.
«Η ΜΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ» λέει στην αρχή του το κείμενο που παραθέτει μια ανάρτηση στα ελληνικά στο Facebook που δημοσιεύθηκε στα τέλη Νοεμβρίου και έχει κοινοποιηθεί περισσότερες από 500 φορές. «Οι γυναίκες που κάνουν μαστογραφία μάλλον δεν συνειδητοποιούν πόσο επιζήμιες είναι» συνεχίζει η ανάρτηση.
Η ανάρτηση απαριθμεί ισχυρισμούς όπως ότι τα περισσότερα αποτελέσματα που είναι θετικά για καρκίνο είναι λανθασμένα, ότι η ίδια η εξέταση προκαλεί την ανάπτυξη όγκων, ότι υγιείς γυναίκες μπορούν να πάθουν καρκίνο μετά από μαστογραφία και ότι η Ελβετία είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο που απαγόρευσε την εξέταση.
Όμοιοι ισχυρισμοί στα ελληνικά βρέθηκαν εδώ και εδώ, ενώ οι ψευδείς ισχυρισμοί εξαπλώθηκαν και στην Κύπρο.
Η ίδια ανάρτηση κυκλοφόρησε ευρέως και σε άλλες γλώσσες, όπως τα φινλανδικά, τα πολωνικά, τα γαλλικά και τα βοσνιακά.
Ωστόσο, όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί είναι είτε ψευδείς, είτε βασίζονται σε παρερμηνευμένα δεδομένα είτε είναι ανακριβείς, σύμφωνα με τους ειδικούς. Εκπρόσωποι υγειονομικών αρχών, μαστολόγοι και ειδικοί ακτινολόγοι επιβεβαίωσαν στο AFP ότι κανένας από τους ισχυρισμούς δεν έχει πραγματική βάση. Προσδιόρισαν τις πιο πιθανές πηγές για τους ψευδείς ισχυρισμούς που αναφέρονται στην ανάρτηση και δήλωσαν ότι η μαστογραφία μειώνει τη θνησιμότητα από καρκίνο του μαστού.
Οι ψευδώς θετικές εξετάσεις δεν αποτελούν λανθασμένη διάγνωση
Ο πρώτος ισχυρισμός λέει ότι το 50-60% των θετικών αποτελεσμάτων είναι λανθασμένα. «Έτσι, όταν διαγνωστεί με “καρκίνο του μαστού” στο 50-60% των περιπτώσεων, αποδεικνύεται ότι δεν υπήρχε καθόλου», υποστηρίζει η ανάρτηση.
Χρησιμοποιήσαμε λέξεις-κλειδιά για να ψάξουμε στο διαδίκτυο για επιστημονικές μελέτες που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τον ισχυρισμό και βρήκαμε μια μελέτη του 2022 από επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Ντέιβις, η οποία δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό JAMA Network Open τον Μάρτιο του 2022 (αρχειοθετημένη εδώ). Το δελτίο τύπου (αρχειοθετημένο εδώ) του UC Davis Health για την ίδια μελέτη έχει τίτλο «Οι μισές γυναίκες εμφανίζουν ψευδώς θετικές μαστογραφίες μετά από 10 χρόνια ετήσιου ελέγχου».
Όπως σημειώνεται στο άρθρο και στη μελέτη, «ψευδώς θετικό» θεωρείται το αποτέλεσμα μιας μαστογραφίας που χαρακτηρίζεται ως μη φυσιολογική, αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καρκίνος στο μαστό.
Η μελέτη σημειώνει ότι περίπου το 12% των μαστογραφιών 2D (δύο διαστάσεων) καλείται για επιπλέον εξέταση, ενώ μόνο το 4,4% αυτών των περιπτώσεων, ή το 0,5% συνολικά, καταλήγει σε διάγνωση καρκίνου. Το ποσοστό 50% αντιστοιχεί στη συνολική πιθανότητα να κληθεί μια γυναίκα για επιπλέον έλεγχο σε διάστημα δέκα ετών. Το ποσοστό αυτό είναι χαμηλότερο για γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας και για τις γυναίκες που κάνουν μαστογραφικές εξετάσεις κάθε δύο χρόνια.
«Για την έγκαιρη ανίχνευση του καρκίνου του μαστού, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να διερευνούμε κάθε δυνητικά μη φυσιολογικό εύρημα. Επομένως, οι γυναίκες δεν πρέπει να ανησυχούν εάν κληθούν για πρόσθετη απεικόνιση ή βιοψία. Η συντριπτική πλειονότητα αυτών των αποτελεσμάτων αποδεικνύεται καλοήθης», εξήγει η Τάο-Κιουγιέν Χο, ερευνήτρια στην Ιατρική Σχολή του UC Davis και από κοινού πρώτη συγγραφέας της μελέτης στο σχετικό δελτίο Τύπου του πανεπιστημίου.
«Δεν πρόκειται για λανθασμένες διαγνώσεις, αλλά για κλήσεις για πρόσθετες εξετάσεις», δήλωσε ο Αλεξάνταρ Ίβκοβιτς, ακτινολόγος του διαγνωστικού κέντρου Neo-Mag στη Νις της Σερβίας, σε e-mail στο AFP στις 2 Νοεμβρίου.
Η ακτινολόγος Πάουλα Γκόρτνον, καθηγήτρια κλινικής στο Τμήμα Ακτινολογίας του Πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολομβίας στον Καναδά, δήλωσε στο AFP με e-mail στις 5 Νοεμβρίου ότι οι ψευδώς θετικές διαγνώσεις δεν είναι λανθασμένες. «Ο όρος ψευδώς θετική είναι παραπλανητικός. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον “ψευδή συναγερμό (false alarm)”, δηλαδή μια ανωμαλία που παρατηρείται σε μια προληπτική μαστογραφία και χρήζει πρόσθετης μελέτης», δήλωσε η Γκόρντον.
Η Γκόρντον πρόσθεσε ότι οι αριθμοί στην ανάρτηση στο Facebook είναι λανθασμένοι και επικαλέστηκε στοιχεία από τη χώρα της. «Στον Καναδά, κατά μέσο όρο, από κάθε 1.000 μαστογραφίες προσυμπτωματικού ελέγχου, 70 γυναίκες θα κληθούν για περισσότερες εικόνες. Ορισμένες θα χρειαστούν μόνο μία ή δύο επιπλέον μαστογραφίες, άλλες θα χρειαστούν υπερήχους. Από τις 70, οι 11 θα χρειαστούν βιοψία με βελόνα που θα γίνει με τοπική κατάψυξη. Από τις 11 βιοψίες με βελόνα, 4 γυναίκες θα διαγνωστούν με καρκίνο του μαστού», δήλωσε η Γκόρτνον σε e-mail.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) το 2019, αν και περισσότερες γυναίκες από ποτέ υποβάλλονται σε μαστογραφικές εξετάσεις στην Ελλάδα, μία στις τρεις δεν έχει κάνει ποτέ μαστογραφία.
Η πίεση και η ακτινοβολία που χρησιμοποιούνται στην εξέταση είναι ασφαλείς
Ο δεύτερος ισχυρισμός στην ανάρτηση είναι ότι οι μαστοί πιέζονται με «μεγάλο βάρος» 10kPa και ότι «ο υγιής, πολύ ευαίσθητος ιστός του γαλακτοειδούς αδένα βομβαρδίζεται από ραδιενεργές ακτίνες». Ενώ και οι δύο αυτοί ισχυρισμοί είναι τεχνικά σωστοί, παρουσιάζονται με παραπλανητικό τρόπο, δημιουργώντας την εντύπωση ότι η πίεση ή η ακτινοβολία ή και τα δύο είναι επιβλαβή για τις ασθενείς. Εμπειρογνώμονες επιβεβαίωσαν στο AFP ότι αυτό δεν ισχύει.
«Η συμπίεση απαιτείται κατά τη διάρκεια μιας μαστογραφίας για να απλωθεί ο ιστός ώστε να γίνουν ορατοί οι καρκίνοι και να αραιώσει ο μαστός ώστε να απαιτείται λιγότερη ακτινοβολία. Και είναι μόνο για λίγα δευτερόλεπτα», δήλωσε η Γκόρντον στο AFP. «Η συμπίεση είναι δυσάρεστη, αλλά δεν πρέπει να είναι επίπονη».
Ο Ίβκοβιτς δήλωσε ότι η πίεση των 10,4kPa «θεωρείται ασφαλής και μπορεί να προκαλέσει πόνο σε περίπου 7% των γυναικών» και ότι δεν υπάρχουν άλλες επιβλαβείς συνέπειες. «Υπενθυμίζεται ότι η ατμοσφαιρική πίεση είναι, κατά μέσο όρο, 101.454kPa», δήλωσε ο Ίβκοβιτς.
Επιπλέον, η ανάρτηση αναφέρει «ραδιενεργές ακτίνες», οι οποίες όμως δεν υπάρχουν, καθώς η ραδιενέργεια είναι ιδιότητα των ατόμων και όχι των ακτίνων. Πιθανότατα αναφέρεται στην ιονίζουσα ακτινοβολία, η οποία είναι μια μορφή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας αρκετά ισχυρή ώστε να αφαιρεί ηλεκτρόνια από άτομα και μόρια, και η οποία χρησιμοποιείται στις ακτινογραφίες.
Οι άνθρωποι εκτίθενται συνεχώς σε χαμηλά επίπεδα ιονίζουσας ακτινοβολίας από φυσικές πηγές – οι οποίες προέρχονται από το διάστημα, τον αέρα, τη γη και το νερό – αλλά μπορούν να εκτεθούν σε υψηλότερες δόσεις κατά τη διάρκεια ορισμένων ιατρικών εξετάσεων, στις οποίες περιλαμβάνεται η μαστογραφία, όπως φαίνεται στο παρακάτω γράφημα που δημοσιεύθηκε από την Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος των ΗΠΑ (αρχειοθετημένο εδώ).
«Η ακτινοβολία για τη μαστογραφία είναι από τις χαμηλότερες όλων των ιατρικών εξετάσεων» δήλωσε η Γκόρντον στο AFP. «Έχει μειωθεί με την πάροδο των δεκαετιών και είναι πολύ χαμηλότερη από την “επιτρεπόμενη” ποσότητα που ορίζουν οι οργανισμοί προστασίας από την ακτινοβολία. Ο κίνδυνος της ακτινοβολίας από μια μαστογραφία περιορίζεται στις γυναίκες ηλικίας κάτω των 20 ετών και είναι αμελητέος για σκοπούς ελέγχου σε γυναίκες 40 ετών και άνω. Είναι παρόμοια με την ακτινοβολία φυσικών πηγών που λαμβάνουμε απλά ζώντας για 7 εβδομάδες στο επίπεδο της θάλασσας».
«Η μαστογραφία είναι ασφαλής εξέταση, όταν ακολουθούνται οι προδιαγραφές στην πραγματοποίηση αυτής της εξέτασης, τόσο από άποψη μηχανήματος (μαστογράφου), όσο και από άποψη ηλικίας» δήλωσε η Λυδία Ιωαννίδου-Μουζάκα, Καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Μαστολογίας.
Ωστόσο, η μαστογραφία «στις πολύ νέες γυναίκες θα πρέπει γενικότερα να αποφεύγεται, εκτός και αν υπάρχει συγκεκριμένος ιατρικός λόγος» είπε η ίδια σε ένα e-mail που έστειλε στο AFP στις 28 Νοεμβρίου. «Η μαστογραφία, εάν επαναλαμβάνεται συχνά χωρίς λόγο, ενέχει κινδύνους από την αυξημένη ποσότητα ακτινοβολίας που λαμβάνει η γυναίκα».
Η Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας αναφέρει ότι «το όφελος από τη μαστογραφία είναι πολύ μεγαλύτερο από τον ενδεχόμενο κίνδυνο λόγω της έκθεσης στην ακτινοβολία».
«Αυτή η δόση (ακτινοβολίας) είναι πολύ χαμηλή για να επηρεάσει τον ιστό του μαστού είτε θετικά είτε αρνητικά. Θα πρέπει να τονιστεί ότι οι ασθενείς εκτίθενται σε ακτινοβολία με σκοπό να καταστρέψουν τα κακοήθη κύτταρα, και όχι να τα δημιουργήσουν – αν και αυτό γίνεται με πολύ υψηλότερες δόσεις, φυσικά», δήλωσε ο Ίβκοβιτς στο AFP.
Σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Καρκίνου της Γαλλίας, ο κίνδυνος θανάτου από καρκίνο που προκαλείται από ακτινοβολία περιορίζεται σε 1 έως 10 σε σύνολο 100.000 γυναικών που κάνουν μαστογραφία κάθε 2 χρόνια επί 10 χρόνια. Ο κίνδυνος θανάτου από την αποφυγή του προληπτικού ελέγχου είναι πολύ μεγαλύτερος (αρχειοθετημένος σύνδεσμος εδώ).
Μια γυναίκα που έχει υποβληθεί σε 13 μαστογραφίες στο πλαίσιο του οργανωμένου προληπτικού ελέγχου μεταξύ 50 και 74 ετών θα εκτίθετο συνολικά στο ένα τέταρτο της ακτινοβολίας που προκαλείται από έναν υπέρηχο κοιλιάς-λεκάνης, μια κοινή διαγνωστική διαδικασία, όπως αναφέρεται.
Η μαστογραφία δεν προκαλεί την ανάπτυξη όγκων
Ο τρίτος ισχυρισμός, που δεν υποστηρίζεται από κανένα στοιχείο ή πηγή, είναι ότι η μαστογραφία «διεγείρει την ανάπτυξη του όγκου και την εξάπλωση των μεταστάσεων». Το AFP δεν μπόρεσε να βρει καμία επιστημονική μελέτη που να υποστηρίζει αξιόπιστα αυτόν τον ισχυρισμό.
Σύμφωνα με την Γκόρντον, ο ισχυρισμός είναι «απόλυτα» αναληθής.
«Η πηγή αυτής της αναλήθειας είναι ένα αυθόρμητο σχόλιο του Δρ. Τόνι Μίλερ, ενός από τους κύριους ερευνητές της καναδικής Εθνικής Μελέτης Προληπτικού Ελέγχου Μαστού-1, που πραγματοποιήθηκε τη δεκαετία του 1980. Μεταξύ των τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων δοκιμών προληπτικής μαστογραφίας, ήταν η μόνη που έδειξε αυξημένους θανάτους μεταξύ των γυναικών στην “ομάδα μαστογραφίας” σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου».
«Όταν αυτή παρουσιάστηκε, λίγο πριν από την πρώτη δημοσίευσή του το 1992, ζητήθηκε από τον Δρ. Μίλερ να υποθέσει γιατί συνέβαινε αυτό. Εκείνος είπε πως “ίσως η συμπίεση από τις μαστογραφίες να πιέζει τους καρκίνους στο αίμα'”, ανέφερε η Γκόρντον στο email της. Η περίληψη της μελέτης είναι διαθέσιμη εδώ.
«Η αναφορά του αναδημοσιεύθηκε ευρέως στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Στη συνέχεια απέσυρε το σχόλιο, και αυτό δημοσιεύθηκε στο Journal of the National Cancer Institute, αλλά δεν ανακλήθηκε ποτέ από τα μέσα ενημέρωσης», είπε.
Μια μελέτη του 2013 που σχεδιάστηκε για να ελέγξει ακριβώς αυτή την υπόθεση (ότι η συμπίεση μπορεί να σπρώξει τα καρκινικά κύτταρα στο αίμα) δεν κατέληξε σε καμία απόδειξη ότι αυτό συμβαίνει και συμπέρανε ότι η συμπίεση στη μαστογραφία είναι ασφαλής (αρχειοθετήθηκε εδώ).
Σχετικά με τον μεγαλύτερο αριθμό θανάτων στην «ομάδα μαστογραφίας» στη συγκεκριμένη δοκιμή, η Γκόρντον εξήγησε ότι είναι πλέον γνωστό πως η διαδικασία τυχαιοποίησης των γυναικών που συμμετείχαν εθελοντικά στη μελέτη πιθανότατα χειραγωγήθηκε από τους νοσηλευτές και τους συντονιστές της έρευνας.
Κάποιες γυναίκες παρουσιάζουν καρκίνο μετά από μαστογραφία, όχι εξαιτίας της
Ο τέταρτος ισχυρισμός αναφέρεται σε «μελέτη που έγινε σε 690.000 αρχεία», η οποία υποτίθεται ότι έδειξε ότι πολλές απολύτως υγιείς γυναίκες εμφάνισαν καρκίνο του μαστού μετά από μαστογραφικές εξετάσεις. Το AFP αναζήτησε για σχετικές μελέτες στο Google Scholar και βρήκε αυτή τη μελέτη, η οποία περιελάμβανε 690.993 γυναίκες ηλικίας 66 έως 79 ετών (αρχειοθετημένη εδώ), η οποία θα μπορούσε να παρερμηνευτεί ως υποστηρικτική των όσων λέει η ανάρτηση.
Τα αποτελέσματα αναφέρουν ότι «οι καρκίνοι in situ, οι τοπικοί και οι περιφερειακοί καρκίνοι του μαστού ήταν πιο πιθανό να εντοπιστούν μεταξύ των γυναικών που υποβλήθηκαν σε μαστογραφία προσυμπτωματικού ελέγχου».
«Πρόκειται για ένα παιχνίδι με τις λέξεις “μετά” και “εξαιτίας” – δεν είναι συνώνυμα», δήλωσε ο Ίβκοβιτς. «Αν πούμε ότι αφού οι άνθρωποι πίνουν ένα ποτήρι νερό την ημέρα υπάρχουν 100.000 θάνατοι στον κόσμο, τέτοιες δηλώσεις θα άφηναν να εννοηθεί ότι ήταν εξαιτίας του νερού. Αυτή είναι μια ανούσια ερμηνεία των δεδομένων που δείχνουν ότι πολλοί καρκίνοι ανακαλύφθηκαν μετά τον προληπτικό έλεγχο. Αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός του προσυμπτωματικού ελέγχου – η έγκαιρη ανακάλυψη των καρκίνων».
«Φυσικά, πολλές γυναίκες αναπτύσσουν καρκίνο κάποια στιγμή μετά από μαστογραφία», δήλωσε η Γκόρντον στο AFP. «Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο έλεγχος πρέπει να γίνεται ετησίως: για να προλάβουμε κάθε καρκίνο που αναπτύσσεται. Αλλά δεν είναι εξαιτίας της μαστογραφίας! Για τις γυναίκες μέσου κινδύνου (χωρίς οικογενειακό ιστορικό κλπ.) μία στις οχτώ θα αναπτύξει καρκίνο κάποια στιγμή στη ζωή της. Γνωρίζουμε ότι οι γυναίκες που συμμετέχουν στον προληπτικό έλεγχο έχουν 40-50% λιγότερες πιθανότητες να πεθάνουν από καρκίνο του μαστού, σε σχέση με τις γυναίκες που δεν συμμετέχουν».
Η ίδια μελέτη, αν διαβαστεί ολόκληρη, υποστηρίζει αυτή την άποψη. Σχεδιάστηκε για να διαπιστωθεί αν οι γυναίκες ηλικίας άνω των 69 ετών που υποβάλλονται σε προληπτικό έλεγχο έχουν μειωμένο κίνδυνο μεταστατικού καρκίνου του μαστού. Ενώ διάφοροι τύποι καρκίνου ανιχνεύονταν συχνότερα μεταξύ των γυναικών που υποβάλλονταν σε τακτικό προληπτικό έλεγχο, αυτοί ήταν ηπιότεροι και θεραπεύσιμοι καρκίνοι. Ο κίνδυνος ανίχνευσης μεταστατικού καρκίνου του μαστού μειώθηκε σημαντικά μεταξύ των γυναικών που υποβλήθηκαν σε προληπτικό έλεγχο, γεγονός που αναφέρεται σαφώς ως το κύριο εύρημα της μελέτης.
Η Ελβετία δεν έχει απαγορεύσει τη μαστογραφία
Ο τελευταίος ισχυρισμός στην ανάρτηση είναι ότι η Ελβετία είναι η «πρώτη χώρα στον κόσμο που απαγορεύει τις μαστογραφικές εξετάσεις». Αυτός ο ισχυρισμός είναι ανακριβής, αλλά πιθανώς βασίζεται στην παρερμηνεία της είδησης ότι το Ελβετικό Ιατρικό Συμβούλιο εξέδωσε συμβουλή κατά του συστηματικού μαστογραφικού ελέγχου το 2013 (αρχειοθετήθηκε εδώ).
Το Ελβετικό Ιατρικό Συμβούλιο δεν είναι επίσημο κυβερνητικό όργανο. Ο καταργημένος πλέον οργανισμός, ο οποίος έκλεισε το 2022 (αρχειοθετημένος εδώ), ήταν ένα κέντρο με αρμοδιότητα τις «Αξιολογήσεις Τεχνολογίας Υγείας» και ανέλυε ιατρικές θεραπείες με βάση τη σχέση κόστους-οφέλους. Οι συστάσεις του δεν ήταν δεσμευτικές και προορίζονταν ως οδηγός για πολιτικές.
Οι συστάσεις του για τον τερματισμό του συστηματικού ελέγχου επικρίθηκαν ευρέως από ειδικούς του τομέα ως βασισμένες σε εσφαλμένα, ελλιπή ή παρερμηνευμένα δεδομένα, για παράδειγμα εδώ, εδώ, εδώ και εδώ (αρχειοθετήθηκαν εδώ, εδώ, εδώ και εδώ).
Το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Γραφείο Δημόσιας Υγείας αγνόησε τις συστάσεις του Ελβετικού Ιατρικού Συμβουλίου. Κληθείς από το AFP να σχολιάσει σχετικά, εκπρόσωπος του Ομοσπονδιακού Γραφείου δήλωσε σε e-mail στις 2 Νοεμβρίου 2023 ότι «η μαστογραφία δεν απαγορεύεται επ’ ουδενί στην Ελβετία».
«Καλύπτεται από την ασφάλιση υγείας και συνιστάται για τις γυναίκες ηλικίας 40-59 ετών ετησίως και από την ηλικία 60-75 ετών κάθε δύο χρόνια», επιβεβαίωσε ο εκπρόσωπος του Ομοσπονδιακού Γραφείου.
Δυνητικό μειονέκτημα η «υπερδιάγνωση»
Οι ειδικοί λένε επίσης ότι ένα μειονέκτημα των μαστογραφιών είναι η «υπερδιάγνωση», δηλαδή όταν κατά την εξέταση εντοπίζονται καρκίνοι που δεν θα εξελίσσονταν ποτέ ή δεν θα γίνονταν απειλητικοί για τη ζωή. Καθώς η πλειονότητα των καρκίνων καταλήγει να εξελίσσεται, οι γιατροί θεραπεύουν όλους τους καρκίνους που εντοπίζονται, ακόμη και αν σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό μπορεί να μην είναι απαραίτητο.
«Με την υπερδιάγνωση εννοούμε ότι, με τον έλεγχο, βρίσκουμε καρκίνους που δεν θα εμφανίζονταν κατά τη διάρκεια της ζωής του ασθενούς, και επομένως δεν χρειάζεται να βρεθούν επειδή ο ασθενής θα πεθάνει νωρίτερα από κάτι άλλο», δήλωσε η Γκόρντον στο AFP σε e-mail. «Επειδή δεν γνωρίζουμε τι πρόκειται να συμβεί σε κάθε ασθενή στο μέλλον, η υπερδιάγνωση είναι θεωρητική και δεν μπορεί να μετρηθεί άμεσα. Πρέπει να εκτιμηθεί. Η μέθοδος που χρησιμοποιείται για την εκτίμησή της, μπορεί να υπερεκτιμήσει κατά πολύ τις επιπτώσεις».
Αυτή η μελέτη του 2012, η οποία εξέτασε 16 εκτιμήσεις υπερδιάγνωσης σε επτά ευρωπαϊκές χώρες, έδειξε ότι η πραγματική συχνότητα της υπερδιάγνωσης αναλογεί σε πιθανότατα 1% έως 10% (αρχειοθετημένη εδώ), πράγμα που σημαίνει ότι το πολύ 1 στους 10 όγκους δεν θα προκαλούσε συμπτώματα κατά τη διάρκεια της ζωής της γυναίκας.
Μια επιθεώρηση του 2013 που παρήγγειλαν το Cancer Research UK και το βρετανικό υπουργείο Υγείας (αρχειοθετήθηκε εδώ) εκτιμά ότι η υπερδιάγνωση μπορεί να επηρεάσει έως και το 19% των καρκίνων που ανιχνεύονται σε τακτικές εξετάσεις, αλλά σημείωσε ότι επί του παρόντος είναι αδύνατο να γίνει διάκριση μεταξύ των δυνητικά θανατηφόρων καρκίνων και των «υπερδιαγνωσμένων» καρκίνων. Η επιθεώρηση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου του μαστού στο Ηνωμένο Βασίλειο «παρέχουν σημαντικά οφέλη και θα πρέπει να συνεχιστούν».
«Η υπερδιάγνωση είναι κάτι που οφείλουμε να λάβουμε υπόψιν και ο λόγος για τον οποίο πολλοί εμπειρογνώμονες προτείνουν να σταματήσει ο προσυμπτωματικός έλεγχος εάν το προσδόκιμο ζωής μιας γυναίκας είναι μικρότερο από 7 χρόνια: Εάν έχει προχωρημένη καρδιακή νόσο, άλλο επιθετικό καρκίνο κλπ. Αλλά η υπερδιάγνωση δεν είναι ικανός λόγος για να αρνηθούμε τον προσυμπτωματικό έλεγχο σε γυναίκες ηλικίας 40-49 ετών», δήλωσε η Γκόρντον στο AFP σε e-mail.
Οι υγειονομικές αρχές προτείνουν τακτικό έλεγχο
Ορισμένοι εμπειρογνώμονες θεωρούν σήμερα ότι θα μπορούσαν να επιτευχθούν καλύτερα αποτελέσματα εάν η συχνότητα των μαστογραφικών εξετάσεων προσαρμοζόταν σε κάθε ασθενή, με βάση τους παράγοντες κινδύνου για καρκίνο του μαστού, αντί να χρησιμοποιούνται συστάσεις με βάση την ηλικία (αρχειοθετήθηκε εδώ). Μια χρηματοδοτούμενη από την ΕΕ μελέτη που ξεκίνησε το 2018 και πρόκειται να διαρκέσει έως το 2025 εξετάζει αυτή την υπόθεση, προσφέροντας συχνότερο έλεγχο σε γυναίκες με υψηλότερο κίνδυνο καρκίνου του μαστού και λιγότερο συχνό έλεγχο σε γυναίκες με χαμηλότερο κίνδυνο (αρχειοθετημένη εδώ).
Βάσει των μέχρι σήμερα διαθέσιμων ολοκληρωμένων μελετών και δεδομένων, η Ομάδα Ανάπτυξης Κατευθυντήριων Γραμμών της Πρωτοβουλίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον Καρκίνο του Μαστού (ECICBC) συνιστά τη μαστογραφία ως οργανωμένο πρόγραμμα προσυμπτωματικού ελέγχου για την έγκαιρη ανίχνευση του καρκίνου του μαστού σε γυναίκες που δεν έχουν συμπτώματα (αρχειοθετήθηκε εδώ). Η ECICBC συνιστά τον έλεγχο κάθε δύο ή τρία χρόνια για τις γυναίκες μεταξύ 45 και 49 ετών, κάθε δύο ή τρία χρόνια στις γυναίκες μεταξύ 50 και 69 ετών και κάθε τρία χρόνια για τις γυναίκες μεταξύ 70 και 74 ετών.
Στις ΗΠΑ, τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC – αρχειοθετημένο εδώ) χρησιμοποιούν συστάσεις της Ομάδας Εργασίας Προληπτικών Υπηρεσιών των Ηνωμένων Πολιτειών για τον έλεγχο του καρκίνου του μαστού. Η συγκεκριμένη ομάδα εργασίας συνιστά τον έλεγχο κάθε δύο χρόνια για γυναίκες μεταξύ 50 και 74 ετών, ενώ οι γυναίκες μεταξύ 40 και 49 ετών συνιστάται να συμβουλεύονται τους γιατρούς τους σχετικά με το πότε πρέπει να αρχίσουν και πόσο συχνά πρέπει να κάνουν μαστογραφία.
Τι ισχύει στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, οι γυναίκες ηλικίας 50-69 ετών καλούνται για μαστογραφία κάθε δύο χρόνια, στη βάση του προγράμματος «Φώφη Γεννηματά» που ξεκίνησε το 2022 και θα συνεχιστεί τουλάχιστον μέχρι το 2025. Το πρόγραμμα πήρε το όνομά του από την τέως αρχηγό του κεντροαριστερού κόμματος ΚΙΝΑΛ (νυν ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ), η οποία πέθανε από καρκίνο τον Οκτώβριο του 2021.
«Με το πρόγραμμα Φώφη Γεννηματά, το βασικό πλεονέκτημα είναι ότι ειδοποιείται απ’ ευθείας η ίδια η γυναίκα να προσέλθει για μαστογραφία» εξήγησε η κ. Ιωαννίδου-Μουζάκα.
Σύμφωνα με δελτίο Τύπου του Υπουργείου Υγείας με ημερομηνία 27 Οκτωβρίου 2023, «έχουν διενεργηθεί 300.000 μαστογραφίες και έχουν εντοπιστεί έγκαιρα με ευρήματα πάνω από 15.000 γυναίκες, στις οποίες δόθηκε η ευκαιρία να ξεκινήσουν έγκαιρα τη θεραπεία τους και να έχουν αυξημένες πιθανότητες πλήρους ίασης».
Το δελτίο Τύπου αιτιολογεί τη στόχευση του προγράμματος σε γυναίκες ηλικίας 50-69 ετών, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για την πιο κρίσιμη ηλικιακή ομάδα, καθώς οι περισσότερες νέες διαγνώσεις (32,7%) αφορούν αυτές τις ηλικίες.
Σε ό,τι αφορά τη συχνότητα των μαστογραφικών εξετάσεων, η κ. Ιωαννίδου-Μουζάκα δήλωσε ότι δεν υπάρχει κάποια προσέγγιση που ισχύει για όλους. «Εξαρτάται από την ηλικία της γυναίκας, την ειδική περίπτωση για την οποία πρέπει να υποβληθεί σε μαστογραφία, εάν έχει ή όχι κληρονομικότητα και γονιδιακή επιβάρυνση, εάν την κάνει πριν υποβληθεί σε εξωσωματική γονιμοποίηση, ή αν θέλει να υποβληθεί προληπτικά σε μαστογραφία στο πλαίσιο προληπτικού ελέγχου λόγω ηλικίας» εξήγησε.
«Μεταξύ 40 και 65 ετών μπορεί να υποβάλλεται κάθε χρόνο ή μετά από κάποια ηλικία π.χ. 65 και άνω κάθε 2 χρόνια» κατέληξε η κ. Ιωαννίδου-Μουζάκα.
Σύμφωνα με την Ελληνική Γυναικολογική Εταιρεία Παθήσεων Μαστού (ΕΓΕΠΑΜ), η πιθανότητα επιβίωσης από τον καρκίνο του μαστού, ανεξάρτητα από την ηλικία, το στάδιο της νόσου και τη θεραπεία είναι: 91% τα πρώτα 5 χρόνια μετά τη διάγνωση, 86% τα πρώτα 10 χρόνια μετά τη διάγνωση και 80% τα πρώτα 15 χρόνια μετά τη διάγνωση.